- ψυκτά
- ψυκτά· ἡ μὴ πολλῷ ὕδατι πεφυρμένη μᾶζα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψύκτα — και ψυκτά, ἡ, Α [ψύχω (II)] (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ πολλῷ ὕδατι πεφυρμένη μᾱζα» … Dictionary of Greek